Η οξεία σκωληκοειδίτιδα έχει αποκλειστικά και μόνον μία οριστική θεραπεία, τη χειρουργική αφαίρεση της φλεγμαίνουσας σκωληκοειδούς απόφυσης (σκωληκοειδεκτομή). Το δύσκολο, ακόμη και σήμερα, δεν είναι να αποφασίσει κανείς εάν θα οδηγήσει στο χειρουργείο έναν ασθενή που πάσχει από οξεία σκωληκοειδίτιδα, αλλά το εάν όντως πάσχει από αυτήν.
Η κλασσική ανοικτή σκωληκοειδεκτομή είναι μία επέμβαση που έχει χρησιμοποιηθεί με τεράστια επιτυχία κατά το παρελθόν. Είναι τόσο αποτελεσματική και σωτήριος που παλαιότερα θεωρείτο πως, ακόμα και όταν ένας από τους πέντε ασθενείς (20%) που υποβάλλονταν σε αυτήν δεν έπασχε από οξεία σκωληκοειδίτιδα ("λευκή" σκωληκοειδεκτομή), η αντιμετώπιση ήταν ιατρικά αποδεκτή και επιτυχής! Αυτό οφείλεται στη χαμηλή διαγνωστική ακρίβεια της κλινικής εξέτασης και των χρησιμοποιούμενων εξετάσεων (αίματος, απεικονιστικές), αλλά και στη βαρύτητα των επιπλοκών της οξείας σκωληκοειδίτιδας, που μπορούν να συμβούν εφόσον δεν υποβληθεί ο ασθενής εγκαίρως στην επέμβαση. Σήμερα με την εκτενή χρήση της λαπαροσκόπησης, υπάρχει πλέον η δυνατότητα διερεύνησης της πραγματικής αιτίας της υποτιθέμενης οξείας σκωληκοειδίτιτδας και το ποσοστό των "λευκών" σκωληκοειδεκτομών έχει υποχωρήσει σημαντικά. Το τεράστιο πλεονέκτημα των λαπαροσκοπικών / ρομποτικών επεμβάσεων είναι πως η διερευνητική λαπαροσκόπηση αφορά στο σύνολο της κοιλιάς και των οργάνων εντός αυτής και δεν περιορίζεται από την ορατότητα δια μέσου μίας μικρής τομής 5-10 εκατοστών όπως αυτή της ανοικτής σκωληκοειδεκτομής. Έτσι, ακόμα και όταν η πραγματική αιτία του πόνου στην κοιλιά δεν είναι η οξεία σκωληκοειδίτιδα (π.χ. πυοσάλπιγγα, συστροφή κύστης ωοθήκης, οξεία χολοκυστίτιδα, φλεγμονή μεκελείου απόφυσης, συστροφή όρχεως, κ.α.), δίδεται η δυνατότητα για την πραγματοποίηση της ενδεικνυόμενης λαπαροσκοπικής / ρομποτικής επέμβασης και όχι της τυφλής αφαίρεσης μίας υγιούς σκωληκοειδούς απόφυσης, όπως γινόταν στα πλαίσια της ανοικτής χειρουργικής. Συνεπώς, η ανοικτή σκωληκοειδεκτομή σχεδόν δεν έχει θέση στη σύγχρονη αντιμετώπιση της οξείας σκωληκοειδίτιδας και για το λόγο αυτό δεν θα περιγραφεί στη συνέχεια.
Λαπαροσκοπική / Ρομποτική σκωληκοειδεκτομή
Η ελάχιστα επεμβατικής σκωληκοειδεκτομή θεωρείται ως η επέμβαση εκλογής για την αντιμετώπιση ασθενών με εικόνα συμβατή με οξεία σκωληκοειδίτιδα, ιδίως όταν πρόκειται για γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας. Μοναδικό μειονέκτημα της επέμβασης είναι το υψηλότερο κόστος σε σχέση με την κλασσική ανοικτή σκωληκοειδεκτομή. Σημαντικός ανασταλτικός παράγοντας για την πραγματοποίησή της είναι η περιορισμένη εμπειρία του χειρουργού στις ελάχιστα επεμβατικές επεμβάσεις. Δυστυχώς, ακόμη και σήμερα, υπάρχουν περιπτώσεις ασθενών που λόγω έλλειψης της απαιτούμενης λαπαροσκοπικής εμπειρίας, υποβάλλονται σε ανοικτή σκωληκοειδεκτομή, μόνο και μόνο για να αφαιρεθεί μία υγιής σκωληκοειδής απόφυση, χωρίς να διαγνωσθεί και να αντιμετωπισθεί η υφιστάμενη ενδοκοιλιακή πάθηση.
Σκοπός της επέμβασης: Ο στόχος της επέμβασης είναι η πλήρης αφαίρεση της σκωληκοειδούς απόφυσης και η ασφαλής σύγκλειση του ανοίγματος που προκύπτει, καθώς η σκωληκοειδής απόφυση βρίσκεται προσκολλημένη στο τυφλό έντερο. Αναλόγως του βαθμού της φλεγμονής εντός της κοιλιάς (περιτονίτιδα), ενδέχεται να χρειασθούν επίσης εκτενείς πλύσεις, οι οποίες γίνονται με ευχέρεια λαπαροσκοπικά ή ρομποτικά με τη χρήση ειδικής συσκευής πλύσης – αναρρόφησης. Βασικός χρόνος της επέμβασης είναι η διερευνητική λαπαροσκόπηση, ο οπτικός έλεγχος δηλαδή, ολόκληρης της κοιλιάς για οποιαδήποτε παθολογία.
Πώς γίνεται: Η επέμβαση γίνεται δια μέσου 3 έως 4 δερματικών τομών, η μεγαλύτερη των οποίων έχει μήκος 12 χιλιοστά και η μικρότερη μόλις 5 χιλιοστά. Αρχικά, εκτιμάται ο βαθμός της ενδοκοιλιακής φλεγμονής και αναγνωρίζεται το τυφλό έντερο και η σκωληκοειδής απόφυση. Στη συνέχεια, αυτή παρασκευάζεται (αποκολλάται) από τους γειτονικούς ιστούς και αφού απολινωθούν (συγκλεισθούν) τα αγγεία της, αφαιρείται με ή χωρίς τη χρήση ειδικού σάκου.
Συνήθης μετεγχειρητική πορεία: Στην πλειονότητά τους οι ασθενείς κινητοποιούνται το βράδυ της επέμβασης, ενώ η σίτιση ξεκινά την επομένη το πρωί, αναλόγως της εντερικής κινητικότητας και της όρεξής τους για φαγητό. Οι ασθενείς εξέρχονται μεταξύ 1ης και 3ης μετεγχειρητικής ημέρας και ακολουθούν για περίπου μία εβδομάδα συγκεκριμένο διατροφικό πρόγραμμα.