Η σύγχρονη χειρουργική του θυρεοειδούς αδένα αλλά και των παραθυρεοειδών, σε μεγάλο βαθμό έως και σήμερα γίνεται με την κλασσική ανοικτή τεχνική, όπως αυτή έχει μετεξελιχθεί και διαμορφωθεί με βάση τις αρχές της ελάχιστα επεμβατικής χειρουργικής. Αυτό το οποίο έχει αλλάξει σημαντικά είναι το μέγεθος της τομής.
Έτσι στην κλασσική χειρουργική του θυρεοειδούς / παραθυρεοειδών ίσχυε το ρητό "Μεγάλη τομή - Μεγάλος Χειρουργός" και το μήκος της τομής συνήθως ξεπερνούσε τα 10-12 εκατοστά. Ταυτόχρονα γινόταν διατομή των μυών στην περιοχή του τραχήλου, οπότε πέραν του πτωχού αισθητικού, υπήρχαν και σοβαρά προβλήματα ως προς το λειτουργικό αποτέλεσμα. Σήμερα έχει επικρατήσει η ελάχιστα επεμβατική θυρεοειδεκτομή (Minimally invasive thyroidectomy - MIT), βασικό χαρακτηριστικό της οποίας είναι η επίτευξη του ιδίου χειρουργικού αποτελέσματος με τομή που δεν ξεπερνά τα 6 εκατοστά (είναι συνήθως περί τα 4 εκ.), χωρίς διατομή των μυών του τραχήλου. Η ποιότητα του δέρματος στην περιοχή του τραχήλου και το μικρό εύρος της τομής που απαιτείται για να γίνει η επέμβαση, έχουν λίαν ικανοποιητικό τελικό αισθητικό αποτέλεσμα, καθώς η ουλή που καταλείπεται τελικά είναι μία αδιόρατη γραμμή στις περισσότερες περιπτώσεις. Είναι δε τόσο ικανοποιητικά τα αποτελέσματα της ελάχιστα επεμβατικής θυρεοειδεκτομής, που ουσιαστικά μονοπωλεί το ενδιαφέρον χειρουργών και ασθενών, σε βαθμό που να αποτελεί τροχοπέδη για την ευρεία εφαρμογή των νεότερων και ακόμα λιγότερο επεμβατικών τεχνικών, όπως η βιντεο-ενδοσκοπικά υποβοηθούμενη (μήκος τομής έως 3 εκ.) και η ενδοσκοπική - ρομποτικά υποβοηθούμενη (με διαμασχαλιαία προσπέλαση) θυρεοειδεκτομή / παραθυρεοειδεκτομή.
Ελάχιστα επεμβατική ανοικτή Θυρεοειδεκτομή
Η ελάχιστα επεμβατική θυρεοειδεκτομή διακρίνεται σε τρεις μεγάλες κατηγορίες α) τη σχεδόν ολική θυρεοειδεκτομή (παραμένει ελάχιστη ποσότητα θυρεοειδικού ιστού), β) την ολική θυρεοειδεκτομή (αφαιρείται ολόκληρος ο θυρεοειδής αδένας), και γ) την ολική θυροειδεκτομή με λεμφαδενικό καθαρισμό τραχήλου (αφαιρούνται και οι απαραίτητοι τραχηλικοί λεμφαδένες). Η βαρύτητα της επέμβασης αλλά και το μέγεθος της τομής μεγαλώνοουν όσο αυξάνεται η κατηγορία της επέμβασης. Η επιλογή της επέμβασης γίνεται με βάση την υποκείμενη πάθηση, που πρόκειται να θεραπευθεί χειρουργικά. Έτσι, για μία απλή πολυοζώδη βρογχοκήλη επαρκεί η σχεδόν ολική θυρεοειδεκτομή, ενώ εφόσον πρόκειται για καρκίνο, ενδείκνυται κατ' ελάχιστον η ολική θυρεοειδεκτομή. Ο λόγος που δεν πραγματοποιείται ολική θυρεοειδεκτομή ανεξαρτήτως διάγνωσης, είναι πως ο αδένας στη φυσιολογική του θέση έρχεται σε επαφή με ευαίσθητες ανατομικές δομές (λαρυγγικά νεύρα, παραθυρεοειδείς αδένες), των οποίων η πιθανότητα τραυματισμού κατά την επέμβαση, είναι τόσο μεγαλύτερη όσο πληρέστερη είναι η θυρεοειδεκτομή.
Σκοπός της επέμβασης: Ο σκοπός της επέμβασης είναι η αφαίρεση του μεγαλύτερου μέρους (σχεδόν ολική θυρεοειδεκτομή) των δύο λοβών (δεξιού και αριστερού) του θυρεοειδούς αδένα, του συνόλου αυτών (ολική θυροοειδεκτομή) με ή χωρίς τους λεμφαδένες του τραχήλου (λεμφαδενικός καθαρισμός τραχήλου), χωρίς να προκληθούν κακώσεις στα παρακείμενα όργανα και ανατομικές δομές.
Πώς γίνεται: Η επέμβαση γίνεται δια μέσου μικρής δερματικής τομής στον τράχηλο και ξεκινά με την αποκόλληση του θυρεοειδούς από τους πέριξ ιστούς. Σε κάθε περίπτωση γίνεται αναγνώριση και διατήρηση των παραθυρεοειδών αδένων (που ευθύνονται για τη σωστή ρύθμιση του ασβεστίου στο αίμα), ενώ αναγνωρίζονται και διαφυλάσσονται πολύ προσεκτικά τα λαρυγγικά νεύρα. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιούνται νευροδιεγέρτες, με τη βοήθεια των οποίων η επιτυχής αναγνώριση και διατήρηση των νεύρων γίνεται ευχερέστερη. Αναλόγως της υποκείμενης πάθησης αφαιρούνται ή όχι και οι τραχηλικοί λεμφαδένες.
Συνήθης μετεγχειρητική πορεία: Στην πλειονότητά τους οι ασθενείς κινητοποιούνται και σιτίζονται το βράδυ της επέμβασης. Οι ασθενείς εξέρχονται την επομένη το μεσημέρι, αφού γίνει μέτρηση των τιμών ασβεστίου στο αίμα. Εντός πολύ σύντομου χρονικού διαστήματος οι ασθενείς επισκέπτονται τον ενδοκρινολόγο τους, που συνέστησε την επέμβαση, προκειμένου να τεθούν σε μόνιμη ενδοκρινολογική παρακολούθηση, αφού θα λαμβάνουν θεραπεία υποκατάστασης με θυρεοειδικές ορμόνες, εφ’ όρου ζωής. Αντίστοιχα, εφόσον πρόκειται για καρκίνο, οι ασθενείς επισκέπτονται το συντομότερο δυνατόν ογκολόγο, ο οποίος με βάση τον ιστολογικό τύπο του καρκίνου, θα αναλάβει τον περαιτέρω διαγνωστικό έλεγχο και θα καθορίσει την επικουρική θεραπεία.