Η κήλη αθλητών αποκαθιστάται λαπαροσκόπηση και ρομποτική χειρουργική στην Αθηνα και στην Σαλαμίνα.
Η κήλη αθλητών, (ή ηβαλγία) ή αθλητική κήλη (sportsman's hernia ή sports hernia) είναι μία πάθηση της βουβωνικής περιοχής (της περιοχής που ενώνεται το πόδι με τον κορμό). Αφορά ως επί το πλείστον άνδρες επαγγελματίες αθλητές, εμφανίζεται όμως και σε γυναίκες, ενώ μπορεί να προκύψει και σε ερασιτέχνες με έντονη αθλητική δραστηριότητα.
Τόσο στη διεθνή όσο και στη εγχώρια βιβλιογραφία, αλλά και στο διαδίκτυο υπάρχει πληθώρα όρων που χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν την πάθηση και ως εκ τούτου είναι εύλογη η σύγχυση και η πλημμελής ενημέρωση που υπάρχει, κυρίως μεταξύ των πασχόντων, αλλά ακόμα και μεταξύ ιατρών (χειρουργών, ορθοπαιδικών και αθλητιάτρων), αλλά και φυσικοθεραπευτών. Μεταξύ των όρων αυτών περιλαμβάνονται: athletic pubalgia, sports hernia, incipient hernia, Gilmore’s groin, inguinal disruption (ID), groin disruption και sportsman's groin (SG). Οι αντίστοιχες ελληνικές μεταφράσεις είναι: αθλητική ηβαλγία, αθητική κήλη, αρχόμενη κήλη, βουβώνας του Gilmore, βουβωνική διαταραχή, διαταραχή βουβώνα και βουβώνας αθλητή. Προκειμένου να μην υπάρχει η σχετική σύγχυση και κυρίως για να χρησιμοποιείται ένας αληθώς περιγραφικός όρος, η British Hernia Society, ήδη από τον Οκτώβριο του 2012, υιοθέτησε τον όρο inguinal disruption (βουβωνική διαταραχή), ο οποίος είναι και αυτός που θα χρησιμοποιήσουμε και στο υπόλοιπο κείμενο. Αν και στον ιατρικό τύπο, έστω και με αργά βήματα, η ορολογία αυτή επικρατεί, δεν συμβαίνει κάτι αντίστοιχο στα διεθνή και ελληνικά ΜΜΕ με αποτέλεσμα να συντηρείται η σύγχυση στο ευρύ κοινό.
Συμπτώματα
- Πόνος ή/και αίσθημα βάρους στη βουβωνική περιοχή, που εμφανίζεται κατά την άσκηση ή μετά από αυτήν, συνήθως σε άνδρες ασθενείς με έντονη αθλητική δραστηριότητα, η οποία περιλαμβάνει έντονα λακτίσματα και στροφικές κινήσεις του κορμού ή / και αλλαγές πορείας. Ο πόνος εμφανίζεται οξέως οπότε και ο ασθενής μπορεί ακόμη και να θυμάται την ακριβή στιγμή της έναρξής του. Λιγότερο συχνά το αίσθημα του πόνου / βάρους εμφανίζεται και επειδεινώνεται σιγά σιγά με την πάροδο του χρόνου.
Διάγνωση
Η καταρχήν διάγνωση της βουβωβικής διαταραχής γίνεται με την κλινική εξέταση. Υπό την προϋπόθεση πως δεν υπάρχει από το ιστορικό του ασθενούς και την κλινική εξέταση άλλη παθολογική κατάσταση που να δικαιολογεί τον πόνο, η κλινική διάγνωση της βουβωνικής διαταραχής τίθεται όταν υπάρχουν 3 από τα 5 παρακάτω κλινικά σημεία:
ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΚΕΙΜΕΝΟ ΜΕ ΙΑΤΡΙΚΗ ΟΡΟΛΟΓΙΑ
- Εστιακή ευαισθησία στο ηβικό φύμα , στο σημείο κατάφυσης του κοινού καταφυτικού.
- Ψηλαφητή ευαισθησία στην περιοχή του έσω (εν τω βάθει) στομίου του βουβωνικού πόρου
- Πόνος ή / και διάταση του έξω (επιπολής) στομίου του βουβωνικού πόρου χωρίς να υπάρχει εμφανής βουβωνοκήλη
- Πόνος στην περιοχή της έκφυσης του τένοντα του μακρού προσαγωγού
- Αίσθημα βάρου και διάχυτου πόνου στο όσχεο, που επεκτέινεται προς το περίνεο, την έσω επιφάνεια του μηρού ή προς τη μέση γραμμή
ΤΕΛΟΣ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΜΕ ΙΑΤΡΙΚΗ ΟΡΟΛΟΓΙΑ
Εφόσον με την κλινική εξέταση τεθεί η υπόνοια της βουβωνικής διαταραχής γίνονται διάφορες απεικονιστικές εξετάσεις (συνήθως υπερηχογράφημα, ακτινογραφία και μαγνητική τομογραφία). Ο απεικονιστικός έλεγχος στην προκειμένη περίπτωση δεν γίνεται για να αναδείξει τη βλάβη, αλλά κυρίως για να αποκλείσει τις συχνές παθήσεις της περιοχής οι οποίες μπορούν μπορούν να προκαλούν παρόμοια συμπτώματα με τη βουβωνική διαταραχη και οι οποίες δεν θεραπεύονται με χειρουργική επέμβαση. Έτσι έχει μεγάλη σημασία η ερμηνεία των απεικονιστικών αυτών εξετάσεων να γίνεται από ακτινολόγο με γνώση και εμπειρία στις σχετικές παθήσεις της περιοχής, μεταξυ των οποίων περιλαμβάνονται τενοντίτιδες, θλάσεις μυών, σύνδρομα παγίδευσης νεύρων, οστεΐτιδες μικροκατάγματα εκ κοπώσεως κ.α. Τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο περίπλοκα καθώς είναι δυνατόν ορισμένες από αυτές τις παθήσεις να συνυπάρχουν με τη βουβωνική διαταρχή κάνοντας τόσο την κλινική όσο και την απεικονιστική διάγνωση δυσχερέστερη.
ΠΡΟΣΟΧΗ Η συνύπαρξη παθήσεων της βουβωνικής περιοχής (π.χ. ηβική οστεΐτιδα) δεν αποκλείει τη συνύπαρξη βουβωνικής διαταραχής ούτε την πιθανότητα ίασης με τη χειρουργική επέμβαση. Αυτό συμβαίνει διότι οποιαδήποτε πάθηση διαγνωσθεί με τον απεικονιστικό έλεγχο μπορεί να είναι ασυμπτωματική και ως εκ τούτου να ΜΗΝ ευθύνεται για τον πόνο. Εάν ο πόνος παραμένει παρά την ξεκούραση και τη σχετική φαρμακευτική αγωγή είναι σημαντικό να γίνει μία επανεκτίμηση της κατάστασης, διότι μπορεί η χειρουργική επέμβαση να αποτελεί τη μοναδική οριστική λύση, εάν τα συμπτώματα οφείλονται στη βουβωνική διαταραχή και μόνο. |
Αντιμετώπιση
Η αντιμετώπιση της βουβωνικής διαταραχής είναι αρχικά συντηρητική. Η ξεκούραση, η λήψη αντιφλεγμονωδών φαρμάκων, η στοχευμένη φυσικοθεραπεία, οι ενέσεις κορτιζόνης και η διήθηση νεύρων αποτελούν συντηρητικά μέτρα, που όταν εφαρμοστούν με το σωστό τρόπο και για το κατάλληλο διάστημα, μπορούν να αποδώσουν και τελικώς να επιλύσουν το πρόβλημα, έτσι ώστε ο αθλητής να μπορέσει να επιστρέψει σε πλήρες πρόγραμμα εντός ενός έως δύο μηνών. Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται και η αντιμετώπιση των υπολοίπων μη χειρουργικών παθήσεων της περιοχής.
Εφόσον αποτύχει η συντηρητική αγωγή και έχουν παρέλθει 3-6 μήνες από τη διάγνωση χωρίς ο αθλητής να μπορεί να επιστρέψει στην αγωνιστική δράση, τίθεται η ένδειξη χειρουργικής επέμβασης. Είναι γεγονός πως το χρονικό διάστημα που πρέπει να παρέλθει, προτού θεωρηθεί η συντηρητική αγωγή αποτυχημένη, ποικίλει στη διεθνή βιβλιογραφία και κυμαίνεται από 2 μήνες έως και 5 χρόνια, αναλόγως της βαρύτητας των συμπτωμάτων και του επιπέδου στο οποίο δραστηριοποιείται ο πάσχων αθλητής. Η απόφαση για την πραγματοποίηση χειρουργικής επέμβασης ενίοτε γίνεται υπό το καθεστώς πίεσης που ασκείται τόσο από τον αθλητή όσο και από το σύλλογο ή την ομοσπονδία του. Υπάρχουν περιπτώσεις αθλητών που χειρουργούνται ακόμη και εντός του πρώτου μήνα από τη διάγνωση. Η αλήθεια, όπως πάντοτε, βρίσκεται στη μέση. Εφόσον τεθεί η διάγνωση της βουβωνικής διαταραχής και αποκλειστούν λοιπές ιάσιμες παθήσεις της περιοχής, ο αθλητής οφείλει να έχει την υπομονή να υποβληθεί στη συντηρητική αγωγή για τουλάχιστον ένα μήνα, οπότε και γίνεται επανεκτίμηση. Εάν υπάρχει βελτίωση χρειάζεται τουλάχιστον άλλος ένας μήνας συντηρητικής αγωγής ή και δύο προκειμένου να αξιολογηθεί η δυνατότητα επιστροφής στην ενεργό δράση. Εάν αυτό δεν καταστεί εφικτό τότε μπορεί να προχωρήσει σε χειρουργική αποκατάσταση.
Εφόσον αποφασιστεί χειρουργική παρέμβαση υπάρχουν διάφορα ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν. Εάν πρόκειται για αμιγή βουβωνική διαταραχή οι δύο διαθέσιμες επιλογές είναι η ανοικτή και η ελάχιστα επεμβατική ( λαπαροσκοπική ή ρομποτική ) αποκατάσταση. Εφόσον συνυπάρχουν και άλλες παθήσεις της περιοχής είναι δυνατόν να πραγματοποιηθούν συνδυαστικές ορθοπαιδικές επεμβάσεις προκειμένου να αντιμετωπισθούν ταυτόχρονα και αυτές. Η ανάρρωση μετά την επέμβαση, ειδικά μετά από λαπαροσκοπική / ρομποτική επέμβαση είναι άμεση, το ίδιο όμως δεν ισχύει και για την επάνοδο σε πλήρη αθλητική δραστηριότητα. Σε κάθε περίπτωση η μετεγχειρητική αποκατάσταση απαιτεί συγκεκριμένο πρόγραμμα φυσικοθεραπείας και ενδυνάμωσης προκειμένου να επανέλθει ο ασθενής σταδιακά, χωρίς συμπτώματα, στην ενεργό δράση.
Για περισσότερες πληροφορίες, σχετικά με τις επεμβάσεις που πραγματοποιούνται για τη βουβωνική διαταραχή |